lâcheté - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lâcheté - translation to ρωσικά


lâcheté         
{f}
1) трусость, малодушие
2) низость, подлость
lâchete      
{f} малодушие; трусость;
c'est une lâchete de se tuer - покончить жизнь самоубийством - малодушие;
низость; подлость;
commettre des lâchetes - делать [совершать] подлости;
il a agi ainsi par lâchete - он так поступил из подлости;
avec lâchete - подло, низко
вероломство         
с.
perfidie , lâcheté

Βικιπαίδεια

Lâcheté
La lâcheté désigne de manière générale le manque de fermeté ou le défaut de courage face à une situation, ou un choix, qui peut impliquer un danger physique ou autre.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lâcheté
1. Cette lâcheté vous condamne", a dit Luc Frémiot dans son réquisitoire.
2. Depuis Pékin, Mme Zia a condamné un acte de "lâcheté", selon l‘agence officielle BSS.
3. Au royaume de la Reine des mouches régnait la flagornerie, la lâcheté, la soumission terrorisée.
4. Le chef du gouvernement canadien Paul Martin a qualifié "d‘actes de terreur et de lâcheté" ces attentats.
5. Au moment de s‘en aller, ce serait une lâcheté de mesurer la distance et de s‘en laver les mains.